σύθεμα

σύθεμα
το, Ν
(στον Ερωτόκρ.) σύνθεση («το σύθεμα τού τραγουδιού», Ερωτόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Διαλεκτικός τ. αντί σύνθεμα (< συνθέτω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σκοπός — Ορεινός οικισμός (189 κάτ., υψόμ. 760 μ.), στην επαρχία Φλώρινας, του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (106 τ. χλμ.,189 κάτ.). * * * (I) ο, ΝΑ, και σκοπός, ἡ, Α φρουρός νεοελλ. στρ. οπλίτης που τάσσεται σε ορισμένη θέση, τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”